- πολυνιφής
- πολυ-νῐφής, ές,A deep with snow,
δρία E.Hel. 1326
(lyr.):—also [suff] πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρία E.Hel. 1326
(lyr.):—also [suff] πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυνιφής — ές, Α αυτός που έχει πολλά χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο νιφής] … Dictionary of Greek
πολυνιφέα — πολυνιφής deep with snow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυνιφής deep with snow masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύνιφος — ον, Α ο πολυνιφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφος (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. δύσ νιφος] … Dictionary of Greek